- ἀκρωβέλια
- ἀκρ-ωβέλια· τὰ ἄκρα τοῦ ὀβελίσκου, Hsch. (cod. -σβ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρωβελία — ἀκρωβελία, η (AM) το άκρο τού ψωμιού που ονομαζόταν οβελίας* άρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὀβελίας] … Dictionary of Greek